- μαγειρείου
- μαγειρεί̱ου , μαγειρεῖονbutcher's shopneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
поварьница — ПОВАРЬНИЦ|А (19), Ѣ (А) с. 1.Кухня: по обѣдѣ ѹглиѥ горѧще въ поварьници на огнищи оставѧтьсѧ. УСт к. XII, 202 об.; и съведе прѣльщенаго. [игумен] и повеле ѥмѹ слѹжити въ поварници. ПрЛ 1282, 129г; то же (ἐν τῷ μαγειρείῳ) ПНЧ к. XIV, 120б; Не лѣть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
охоудѣти — ОХОУДѢ|ТИ (7*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Уменьшиться: самъ камыкъ не охудѣѥть. ни мѣрою ни тѣло(м). Пал 1406, 137в. 2. Стать хуже, потерять прежний вид: изиде марко послѹшани˫а ради. съмжаривъ очи. ˫ако не видѣти свое˫а мт҃ре. ѡна же охѹдѣвъша его ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αϊβάζης — ο (από την αραβοτουρκική λ. aivaz) υπηρέτης που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στα τουρκικά «κονάκια» και ασχολούνταν κυρίως με ελαφρές εργασίες, όπως λ.χ. βοηθός μαγειρείου … Dictionary of Greek
λαντζιέρης — και λαντζέρης, ο, θηλ. λαντζιέρα και λαντζιέρισσα ο βοηθός μαγειρείου που πλένει τα πιάτα και τα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάντζα (Ι) κατά τα καμαριέρης, καμηλ ιέρης] … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
μαγειρείο — και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῑον, Α και μαγιρῑον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῑον) [μαγειρεύω] ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα νεοελλ. 1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται… … Dictionary of Greek
μαρμιτόνι — το υπάλληλος μαγειρείου που ασχολείται με το πλύσιμο τών σκευών και τών πιάτων, αλλά και με άλλες εργασίες καθαριότητας, παραμάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmiton «παραμάγειρος» < marmite] … Dictionary of Greek
πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… … Dictionary of Greek
χυτήρας — ο / χυτήρ, ῆρος, ΝΜΑ 1. μεγάλο κουτάλι μαγειρείου 2. κουτάλα χύτευσης μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. τήρ(ας)*] … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek